- ανοικισμός
- ἀνοικισμός, ο (Α)1. ανοίκιση*2. η ανοικοδόμηση, το ξαναχτίσιμο μιας πόλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνοικισμός — rebuilding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμοί — ἀνοικισμός rebuilding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμοῦ — ἀνοικισμός rebuilding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμούς — ἀνοικισμός rebuilding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμῷ — ἀνοικισμός rebuilding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικισμόν — ἀνοικισμός rebuilding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)